- δυσφόρει
- δυσφορέωto be impatientpres imperat act 2nd sg (attic epic)δυσφορέωto be impatientimperf ind act 3rd sg (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δυσφορεῖ — δυσφορέω to be impatient pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic) δυσφορέω to be impatient pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στενόκαρδος — η, ο 1. αυτός που εύκολα δυσφορεί και στενοχωριέται. 2. αυτός που εύκολα αποθαρρύνεται, μικρόψυχος. 3. άπονος, σκληρός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)